ὀλβιόθυμος

ὀλβιόθυμος
ὀλβιό-θῡμος, ον,
A heart-gladdening,

ζωή Orph.H.19.21

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολβιόθυμος — ὀλβιόθυμος, ον (Α) αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιόθυμον — ὀλβιόθυμος heart gladdening masc/fem acc sg ὀλβιόθυμος heart gladdening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”